- ανθοπώλης
- ο продавец цветов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοπώλης — ο (Α ἀνθοπώλης) (θηλ. ἀνθόπωλις και ἀνθοπῶλις, η) αυτός που πουλά λουλούδια, έμπορος ή μεταπράτης λουλουδιών … Dictionary of Greek
ανθοπώλης — ο αυτός που πουλά λουλούδια: Ήταν ανθοπώλης από αγάπη στο επάγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πουλιούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοπώλης. Η λ. μαρτυρεί ται από το 1889 σε επιγραφή εργαστηρίου των Αθηνών] … Dictionary of Greek
λουλουδάς — ο, θηλ. λουλουδού [λουλούδι] πωλητής λουλουδιών, ανθοπώλης … Dictionary of Greek
ροδοπώλης — ὁ, Α ο ανθοπώλης που πουλάει τριαντάφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πώλης*] … Dictionary of Greek